- Quelle: F. W. A. Mullach: Grammatik der griechischen Vulgarsprache in historischer Entwicklung. Berlin, 1856, S. 102
Das Vater unser.
|
zakonisch. |
altgriechisch.
|
ἀφένγα νάμου π' ἔσι 'ς τὸν1)
οὐρανέ. Νὰ ἔννι ἁγιαστέ
τὸ ὄνουμάν τι, νὰ μόλῃ ἁ
βασιλείαν τι, νὰ ναθῇ τὸ
θέλημάν τι σὰν 'ς τὸν οὐρανέ,
ἔζρου ζὲ 'ς τὰν ἰγῆ. Τὸν ἄνθε
τὸν ἐπιούσιον δὶ νάμου νὶ σά-
μερε, ζὲ ἄφε νάμου τὰ χρίε
νάμου, καθοῦ ζὲ ἐνὺ ἐμμα-
φῖντε τοὺ χρεουφελῖτε νάμου,
ζὲ μὴ νὰ φερίζερε ἐμούνανε
'ς κειρασμό, ἀλλὰ ἐλευθέρου
νάμου ἀπὸ τὸ κακό. ἀμήν.
|
πάτερ ἡμῶν, ὁ ἐν τοῖς
οὐρανοῖς. ἁγιασθήτω
τὸ ὄνομά σου, ἐλθέτω ἡ
βασιλεία σου. γενηθήτω τὸ
θέλημά σου ὡς ἐν οὐρανῷ,
καὶ ἐπὶ τῆς γῆς. Τὸν ἄρτον ἡμῶν
τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σή-
μερον, καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφελή-
ματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφί-
εμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν,
καὶ μὴ εἰςενέγκῃς ἡμᾶς
εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ῥῦσαι
ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ. ἀμήν.
|
1) eig. αὐθέντα (κύριε) ἡμῶν ὃς εἶ ὲν τῷ οὐρανῷ.