Jump to content

Page:Eisagogiki-Didaskalia.pdf/41

From Wikisource
This page has been proofread.
Ῥωμαίϊκα Βλάχικα Βουλγάρικα Ἀλβανίτικα
εἰς τὸ μάγουλον τροῦ μέρου τεφάτζε νὰ ὄμπραζοτ ντά φάκιετ
θέλει προκόψῃ. βά σέ προυκουψιάσκα σάκατ τά προκοψατ ντῶ τᾳπροκόψ.
Ἐκεῖνος ὁποῦ βράζει Ἀτζέλου τζί χιάρπε Τώη στῶ βάρητ Ἀϊοῦ κῆ ζίενν
τὰ τζίπουρα πᾳρσιηλλε κομίνατα μπᾳρσίτᾳ
ἂς ἔχῃ τὴν παγούραν λά σέ ἄϊπᾳ μπότζα νέκα ἴματ πάγουρωτ λε τᾳκέτ μπότζᾳνᾳ 965
εἰς ταῖς ἀγκάλαις τροῦ μπριάτζε νά γρέτητε μπά κρᾳχαρούαρ
διὰ νὰ τὴν γεμίζῃ τρά σε ὀούμπλᾳ ζά τά κώ πόλνητ κῆ τᾳ μπούσσ
ἀπὸ ῥακήν. τέ ῥᾳκίε ὀτ ῥάκια μὲ ῥακῆ.
Καὶ μὲ τοὺς φίλους Σσή κοῦ ὀάσπισλη ἢ σῶ πριατέλητε ἐδέ μέ μίκκητ
νὰ ἀγκαλιασθῇς σε τεπουστουέστη τά σὲ ζαγάρνησσ τᾴ πουστόεσσ 970
καὶ νὰ χορεύῃς σσή σετζότζη γκόῤῥου ἢ τά ἴκρασσ χόρωτ ἐδέ τᾳλιούασσ βάλλε
ἐσύ τύνε τύ τύ
ὁποῦ εἶσαι χαρούμενος τζή ἔστη χαριώσσου. στῶ σύ ῥάτωσεν. κιὲ γκᾳζούαρ.
Ἀμὴ ὅταν ἐχῃς Ἄμ κᾄντου ἄη Τόκου κώκα ἴμασσ Πῶ κούρ κκέ
τὰ ποδάρια τζιτζοάρλε νότζητε κᾴμπᾳτᾳ 975
φουσκωμένα οὐμφλάττε ποτέτζενα. νατουένη τᾳέντουρητ
νὰ μαζώνῃς σέ ἀτούννη τά μπέρησσ τᾳμπλιέθσσ
σαλιάγκους σμέλτζη πόλζαη κρᾳμμίνν
καὶ ἀχελώναις. σσή κᾴθε. ἢ ζέλκη. ἐδέ μπρέσκα.
καὶ νὰ ταῖς σχίζῃς σσή σέ λετισίτζη ἢ τά ἠ ῥάσκινησσ ἐδέ τη τζάννσσ 980
εἰς τὴν μέσην πρέ νάμισα νά πωλώηνατα ντᾳ μέσ
καὶ νὰ ταῖς βάλῃς σσή σέ λεμπάτζη ἢ τά ἠ κλάησσ ἐδέ τηβέσσ
ἀπάνω τεσούπρα κώῤῥε σίπαρ
εἰς τὰ ποδάρια. πρέ τζιτζοάρε. νὰ νότζητε. μπί κᾴμπᾳτᾳ.
Τὸ κόκκινο ῥοῦχο Ῥόσλιου βέστιου Τζᾳρβένετα σφῆτα Τζόχα ἐκούκκιε 985
κάμνει διὰ τοὺς νέους φάτζε τρά τήννυρι τζίνητ ζά μλάτητε μπᾴνν πρέ τᾳρηντ
καὶ τὸ μαβῆ ῥοῦχο σσὴ βίνητλου βέστιου ἢ μάβιατα σφήτα ἐδὲ μαβῆα τζόχα
εἶναι ἔστε γιὲτ ἔστᾳ
διὰ τοὺς καλογήρους τρᾴ κᾳλούγκᾳρη ζά μαλογέρητε πρᾴ καλογηρητ
καὶ διὰ ταῖς καλόγρηαις σσὴ τρᾴ κᾳλκᾳρίτζε ἢ ζά καλογηρίτζητε ἐδέ πρᾴ καλογηρίτζητε 990