Jump to content

Page:Eisagogiki-Didaskalia.pdf/33

From Wikisource
This page has been proofread.
Ῥωμαίϊκα Βλάχικα Βουλγάρικα Ἀλβανίτικα
τοῦτο εῖναι ἀρεστόν ἀΐστα ἔστε ἀρισίτᾳ ὄβα γιὲτ ἀρέσανο καϊῶ ἔστᾳ ἐπλεκίουρα
αἰς ὅλους. λά τότζη. νά σφῆτε. μπᾴ τᾳγγίθᾳ
Καὶ ὅσοι ἀκούουν Σσή κάτζη αὔτου Ἢ κόλκου σλούσσαετ Ἐδε σά ντᾳγκιόνᾳ
τοὺς γεροντοτέρους κάμα ἀούσλη πῶ στάρητε μά πλέκκτᾳ
δὲν ἐντροπιάζονται νοῦσε ἀρουσσουνιάτζᾳ νέ σεστράμαετ νούκα τουρπᾳρόενᾳ 730
καὶ ἔχουν σσή ἄου ἢ ἴμαετ ἐδέ κάνᾳ
καλὸν τέλος. μπούνᾳ σκόλουσμα. χάρενν σώσανε. τᾳμίρᾳ σώσουρᾳ
Ἀνέβηκα Μέ ἀληνάη Σεκάτζη Χίπα
εἰς ἕνα ἁμάξι πρέ οὔννᾳ κέῤῥᾳ νά ἔτνα κῶλα μπᾴ ννί κέῤῥᾳ
καὶ πάλιν κατέβηκα σσή νᾳπόη μετεπούσσου ἢ πάκ σλέκοχ ἐδε πᾳρσᾳρῆ σπρίτᾳ 735
Ὅτι οἱ τροχοί κᾷ ῥόκουτιλε Ὅτι κόλτζατα σέ ῥίτατ
τοῦ ἁμαξίου ἀ κέῤῥᾳλεη νά κόλλατα τηκέῤῥεστα
ἦταν τζακισμένοι. ἐῤῥᾶ φρέμπτᾳ. μπέα σκάρσσινη. ἤσσινᾳ ταθούεῤῥα
Καὶ φοβήθηκα Σσή ννιφοῦ φρίκα Ἢ σεούπλασηχ Ἐδὲ οὐφρικᾳσούασσ
νὰ μὴ γλυστρώσω σε νοῦ ἀρᾳκίσσου τά νέ σεσλίσναμ τᾴ μόσ σκιάσσ 740
ἀπάνω εἰς τὸν πάγον τεσοῦπρᾳ πρέκλέτζου κώρε νὰ μράζωτ. σίπᾳρ μπᾴ ἄκουλ.
Τώρα ἐλᾶτε Τώρα βηνίτζη Σέκα ἴτητε Τασσῆ ἱάκᾳνη
νὰ φέρωμεν ἄχυρα σέ ἀτούτζεμου πάλλε τά τωνέσιμε σλάμα τᾳσίελμᾳ κάστᾳ.
καὶ χορτάρι σσή ἰάρπα ἢ τρέβα σένω ἐδέ μπάρ
εἰς τὰ βόδια λά μπόη νά βωλώητε ντᾴ κίετ 745
διὰ νὰ τρώγουν. τρά σέ μᾴκᾳ. ζά τά ἰάταετ. κή τᾳχάννε.
Καὶ σὰν χορτάσουν Σσή κάρα σεναφατιάσκα Ἢ κόκα τά σενάγιαταετ Ἑδέ σιταγκόπεννᾳ
ἂς τὰ ἀπολύκωμεν ἀσελλισᾳλᾳγκίμου νέκα ἠ πούστιμε λέ τιλλισσώνμᾳ
νὰ βόσκουν σέ πάσκᾳ τά πάσαετ τᾴ κουλόσσινᾳ
ὅπου ἰουτζητῶ κάτε τέκκ 750
νὰ τοὺς ἀρέσῃ σε λλιαρισιάσκᾳ τά ἀρέσαετ τιπλικκέν
διὰ νὰ παχύχουν τρά σέ γκρᾳσιάτζε τά σέ κώϊετ τᾴ μάϊμᾳτᾳ
ὅλα ἀντάμα. τοῦτε τεατούνου. σφῆτε ζάετνω. τᾳγκίθα μπάσκᾳ.
Ὅποιος ἔχει υἱούς Καρετζητῶ ἄρε χίλλη Κώη ἴματ σίνοη Κούσσ κά μπίῤῥ
καὶ θυγατέρες. σσή χίλλε. ἢ κέρκη. ἐδέ μπίγια. 755