Jump to content

Page:Eisagogiki-Didaskalia.pdf/22

From Wikisource
This page has been proofread.
Ῥωμαίϊκα Βλάχικα Βουλγάρικα Ἀλβανίτικα
καὶ μοῦ ἔτρεξε σσή ννί κουρᾷ ἢ με τέτζε ἔδέ μᾴ ῥώθ 395
πολὺ αἷμα μούλτου σᾴντζε μνόκου κᾴρφ σσοῦμα γκιὰκ
ἀπὸ τὴν μύτην. τέ νάῤῥε. ὀτ νόσοτ. πέ χούντετ.
Πῆρα τὸν ἰατρόν Λοάη γιάτουρου Σέτωχ χέκιμοτ Μώρα χεκίμνᾳ
καὶ μοῦ σταμάτησε σσή ννιὰ κουμτινᾷ ἢ μὲ ζάπρα ἐδὲ μοῦ πουσσόη
τὸ αἷμα. σᾴντζελε κᾴρφοτ. γκιάκνᾳ. 400
Τώρα μὲ πονεῖ Τώρα μὲ τωάρε Σέκα μέ πολητ Τανῦ μαδέμπ
μία δοντοῦρα οὔνᾳ μᾳσιάω ἔτεν κᾴτνητ ννή δαμπάλλᾳ
καὶ ἕνα δόντι σσή οὔνου τύντε ἢ ἔτεν ζάπ ἐδὲ ννή δᾴμπ
καὶ θέλ νὰ τὸ εὐγάλω σσή βασελλεσκότου ἢ καὶ ἠ ἴζβαταμ ἐδέ τωτηντζέρ
ὅτι δὲν ἠμπορῶ κᾶ νοῦ πότου ὅτι νέ μόζαμ σέ νούκα μούνντ 405
νὰ ὑποφέρω τέ ἀραύτου τά τέρπαμ τά ντουρόνν
ἀπὸ τὸν πόνον. τέ τόῤῥου. ὀτ μπολια. γκαχά τᾳδέμπουρητ
καὶ εἶμαι εἰς τὸ στρῶμα Σσή ἔσκου τρουστιρούτου Ἢ σούμ νά ποστέλιατα ἐδέ ἰάμ ντᾴ τᾳστρουάριτ
πλαγιασμένος μπᾳκᾴτου λέκνατ ἰρέννᾳ
δυνατᾶ ἀχαμνα. βαρτόσ οὐρούτου. μνόκου λώσσω. σσοῦμᾳ ἰλλίκ. 410
Μὲ τὴν παλάμην Κοῦ πάλμα Σῶ σέππα πέτα μέ σσιουπλιάκα
νὰ μετρᾷς σέ μίσουρη τά μέρησσ τᾴ μάτσσ
καὶ μὲ τὰ δάκτυλα σσή κοῦ τζέτζιτιλλε ἢ σῶ πᾴρστητε ἐδὲ με γκίστᾳρατ
νὰ βαρῇς σέ ἀκουτέστη τά μπίεσσ τᾴ πίεσσ
τὸν αὐλόν φλουϊάρα σιουπέλκατα φούελητ 415
καὶ μὲ τὸν ἀγκῶνα σσῆ κοῦ κότλου ἢ σῶ λάκοτ ἐδέ μέ μπᾳριούλτ
νὰ σπρώξῃς σέ πιντζη τά τούρκασσ τᾴ στούνσσ
τοὺς κακούς. ῥᾳϊλλη. λόσσητε. τακᾳκίτᾳ.
Ὅταν σέ πονοῦν Κᾴντου τέ τόῤῥου Κώκα τέ πόλιαετ Κούρ τᾴ δέμπᾳννε
τὰ ὀμμάτια ὄκλλη ὄτζητε σιούτᾳ 420
τὸ στόμα κούῤῥα οὔστατα γκώϊα
τὸ στῆθος κέπτουλου κράτητε γκιόκᾳσι
ὁ ὀμφαλός μπουρίκλου πάπωκοτ κᾳρθίζα
τὰ κόκκαλα ὀάσιλλε κόσκητε ἔστᾳρατ
τὰ γόνατα τζινούκλιλλε κωλέντζητε γκιούννατ 425